- περιαυτολογεῖ
- περιαυτολογέωspeak about oneselfpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)περιαυτολογέωspeak about oneselfpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παινεσιάρης — α, ικο αυτός που περιαυτολογεί, καυχησιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παινεσιά + κατάλ. άρης (πρβλ. κουρελι άρης)] … Dictionary of Greek
εγωτιστής — ο θηλ. ίστρια (λ. γαλλ.) 1. που τον διακρίνει ο εγωτισμός (βλ. λ.), που συστηματικά περιαυτολογεί και αυτοεγκωμιάζεται. 2. ο συγγραφέας μυθιστορημάτων, διηγημάτων κτλ., που έχουν θέματα παρμένα πάντοτε από την ατομική του ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θριαμβολογία — η το να περιαυτολογεί κάποιος, περιαυτολογία, καυχησιολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιαυτολογώ — περιαυτολόγησα, μιλώ για τον εαυτό μου, αυτοεπαινούμαι, καυχιέμαι: Δεν πρέπει κανείς να περιαυτολογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)